συναπέρχομαι

συναπέρχομαι
ΜΑ
1. αναχωρώ μαζί με άλλον
2. φρ. α) «φλὲψ συναπιοῡσα» — φλέβα που διακλαδίζεται μαζί με άλλη (Γαλ.)
β) «πωρίδια συναπελθόντα» — μικρά συγκρίματα που εξέρχονται με τα ούρα (Ρούφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναπέρχομαι — σύν ἀπέρχομαι go away pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναπέλευσις — εύσεως, ἡ, Μ [συναπέρχομαι] η μαζί με άλλους αποχώρηση …   Dictionary of Greek

  • συνοίχομαι — ΜΑ 1. συναπέρχομαι* 2. εξαφανίζομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἴχομαι «φεύγω, εξαφανίζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”